Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαιταω
διαιτάω
I.
(aor. 1 διῄτησα - дор. διαίτᾱσα; med.-pass.: impf. διῃτώμην - ион. διαιτώμην, fut. διαιτήσομαι, aor. διητήθην - ион. διαιτήθην, pf. δεδιῄτημαι)
; 1) лечить диэтой
ex. (θεραπεύειν καὴ δ. τοὺς νοσοῦντας Plut.)
; 2) med.-pass. (тж. δ. δίαιταν Plat., Plut.) вести (определенный) образ жизни, жить
ex. (ἀνειμένως Thuc.; ἀκολάστως Arst.; τεταγμένως καὴ δημοτικῶς Plut.)
ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν ; Plat. — придерживаясь какого образа жизни, они могли бы выздороветь?
; 3) med.-pass. проживать, обитать
ex. (ἐπ΄ ἀγροῦ Her. и ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc.; παρά τινι Soph., Her.)
ἐγὼ ἄνω διῃτώμην Lys. — я жил в верхнем этаже
II.
(тж. δ. δίαιταν Arst.)
; 1) быть третейским судьей, посредничать в споре
ex. (τινι и τινα καί τινα Dem.)
δ. τισί τι Thuc. — рассудить кого-л. в споре о чем-л.
; 2) править, управлять
ex. (πόλιν λαόν τε Pind.)