Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αστοχος
ἄστοχος
ἄ-στοχος
adj.=2 2
; 1) делающий промах, ошибающийся
ex. (τινος Plat.)
ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. — остаться без улова
; 2) неверный, нелепый
ex. (ἄ. καὴ ψευδές κατηγορία Polyb.)
οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. — не быть лишенным остроумия