Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξευρεσις
ἐξεύρεσις
ἐξ-εύρεσις
-εως ἡ
; 1) нахождение, обнаружение
ex. (τοῦ ὄντος Plat.)
ἀπέχειν τῆς ἐξευρέσιος Her. — не быть в состоянии найти
; 2) изобретение
ex. (τῶν κύβων καὴ τῶν ἀστραγάλων Her.)