Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακυλιω
κατακυλίω
κατα-κῠλίω
(ῑ) (aor. pass. κατεκῠλίσθην, part. pf. κατακεκῠλισμένος)
; 1) катить вниз, скатывать; pass. скатываться, падать
ex. (κυνέη ἄνωθεν κατακυλισθεῖσα Her.; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen.)
; 2) med.-pass. катить, ехать
ex. (ἐν ταῖς ἁμάξαις Plut.)