Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυμικος
θυμικός
θῡμικός
adj.=3 3
; 1) отважный, смелый
ex. (ζῷα, οἷον κύων Arst.)
; 2) пылкий, страстный
ex. (θ. καὴ ὀξύθυμος Arst.; βαρὺς καὴ θ. Polyb.)
; 3) ретивый, горячий
ex. (πῶλος θ. καὴ γοργός Plut.)