Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιστατεω
ἀντιστατέω
ἀντι-στᾰτέω
; 1) досл. противостоять, (о ветре) дуть навстречу
ex. (πνεῦμα ἀντιστατεῖ Soph.)
; 2) противиться, сопротивляться
ex. (ἀ. καὴ ὀργῇ χρῆσθαι ἔς τινα Her.; ἀ. τινι Plat.)
τὰ ἀντιστατοῦντα πρός τι Plut. — препятствия к чему-л.