Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναπηγνυμι
ἀναπήγνυμι
ἀνα-πήγνῡμι
; 1) прокалывать, протыкать, надевать на вертел
ex. (λαγῷα Arph.)
; 2) насаживать
ex. (κεφαλέ ὑπὲρ αἰχμῆς ἀναπεπηγυῖα Plut.)
; 3) распинать
ex. (σῶμα διὰ τριῶν σταυρῶν Plut.)