Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δεινωσις
δείνωσις
-εως ἡ
; 1) раздувание, преувеличение
ex. (ἐλεεινολογία καὴ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὴ δ. Arst.)
; 2) возбуждение, раздражение, негодование
ex. (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.)
λόγος περιπαθές εἰς δείνωσιν Plut. — пламенная или зажигательная речь