Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπρεπω
διαπρέπω
δια-πρέπω
; 1) выдаваться, выделяться, быть заметным
ex. (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH., Anth.)
ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. — он был узнан по своеобразному гребню шлема;
πάντων δ. τινί Eur. — превосходить всех в чем-л. или чем-л.
; 2) украшать
ex. (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.)