Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενσειω
ἐνσείω
ἐν-σείω
; 1) (куда-л.) бросать, метать
ex. (βέλος κεραυνοῦ Soph.)
; 2) (куда-л.) бросать, толкать, ввергать
ex. (τινὰ ἀγρίαις ὁδοῖς Soph. - in tmesi; εἰς βάραθρόν τινα Plut. и ἑαυτόν Luc.; τέν πόλιν εἰς τὸν πόλεμον Plat.)
δι΄ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας πώλοις Soph. — свистнув на лошадей;
ἐ. ἑαυτὸν τῇ ἑστίᾳ Luc. — повалиться на очаг
; 3) вовлекать, втягивать
ex. (τινὰ εἰς τὸν πότον Plut.)
; 4) бросаться, устремляться
ex. (ταῖς ναυσί и εἰς τὰς ναῦς Diod.; τῷ λόχῳ τῶν Θηβαίων Plut.)