Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαταλαμβανω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγ-καταλαμβάνω
(fut. ἐγκαταλήψομαι)
; 1) схватывать, захватывать
ex. (αἱ νῆες ἐγκαταληφθεῖσαι Thuc.; ἐγκαταλαμβανόμενοι παρέδωκαν ἑαυτούς Plut.)
; 2) связывать, обязывать
ex. (κατ΄ ἀνάγκην ὅρκοις τινά Thuc.)
; 3) ставить в безвыходное положение, припирать к стене, т.е. изобличать
ex. (τινά Aeschin.)