Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποδεχομαι
ἀποδέχομαι
ἀπο-δέχομαι
ион. ἀποδέκομαι
; 1) принимать
ex. (ἄποινα Hom.; τὰ προσιόντα χρήματα Arph.; τοὺς πρεσβευτάς Polyb.; ὑπερφυῶς τινα Plut.)
; 2) воспринимать, тж. выслушивать, понимать
ex. (ὀρθῶς τι Xen.; γνώμην παρά τινος Her.; τὸν παρά τινος λόγον Plat.)
πῶς ἀποδεκτέον λόγων τέχνης ; Plat. — как следует понимать искусство слова?
; 3) благосклонно выслушивать, соглашаться, признавать, одобрять
ex. (κατηγορίας Thuc.; ἀπόκρισιν Plat.)
ἀ. τινος τοὐναντίον λέγοντος Plat. — соглашаться с тем, кто говорит обратное;
οὐδὲν ἀ. τῶν εἰκῇ λεγομένων Isocr. — не выносить праздной болтовни