Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
σαττω
σάττω
(aor. ἔσαξα; pass.: aor. ἐσάχθην, ион. 3 л. pl. ppf. ἐσεσάχατο)
; 1) снабжать
ex. σάξαντες ὕδατι (τέν Αἴγυπτον) Her. — снабдив Египет водой
; 2) наполнять, набивать
ex. (τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων Xen.; κεράμιον ψάμμῳ σεσαγμένον Luc.)
πημάτων σεσαγμένος Aesch. — удрученный всяческими несчастьями
; 3) втискивать, набивать
ex. (τι εἴς τι Polyb.)
; 4) оснащать, вооружать
ex. (Ὑρκάνιοι κατά περ Πέρσαι ἐσεσάχατο Her.)
; 5) утаптывать
ex. (τέν γῆν περί τι Xen.)
; 6) насыщать
ex. (τέν ἐπιθυμίαν Arst.)