Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ισηγορια
ἰσηγορία
ἰσ-ηγορία
ион. ἰσηγορίη ἡ равная для всех свобода слова, тж. всеобщее равноправие
ex. (ἰ. καὴ ἐλευθερία Dem.; ἰ. καὴ καθόλου δημοκρατία Polyb.; ἰσηγορίας ἀπόλαυσις Plut.)
ἡ ἰ. ἐστὴ χρῆμα σπουδαῖον Her. — равноправие - драгоценное достояние