Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιποιεω
περιποιέω
περι-ποιέω преимущ. med.
; 1) сохранять, спасать (τινα ἐκ κακῶν καὶ πολέμου Lys.; τὸ παιδίον Her.; med. τὸ ζῆν Arst.);
; 2) med. откладывать (в сторону), сберегать, копить (ἀπ᾽ ὀλίγων Xen.);
; 3) добывать, приобретать, доставлять (Ῥόδον αὑτῷ Dem.; τὰς ἀρχάς τινι Polyb.; med. τι διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος NT):
ἑαυτῷ ὄνομα καὶ δύναμιν περιποιήσασθαι Xen. стяжать себе имя и могущество;
περιποιήσασθαι τὴν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν Polyb. завоевать себе симпатии греков;
τὰ πράγματα εἰς αὑτοὺς περιποιήσειν Thuc. захватить государственную власть.