Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
τηλικοσδε
τηλικόσδε
τηλικόσ-δε adj=3 3 и τηλῐκ-οῦτος, τηλῐκαύτη (реже τηλῐκοῦτος), τηλῐκοῦτο(ν)
; 1) такого возраста, стольких лет:
τ. ὤν Eur., Plat. будучи в таком возрасте;
οἴκτισόν σφας, ὧδε τηλικάσδ᾽ ὁρῶν Soph. сжалься над ними, ты видишь (ведь) как они молоды;
; 2) столь большой (ἡ τηλικαύτη πόλις Plat.):
τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα τὸ μέγεθος διαπράξασθαι Isocr. совершить столько великих дел.