Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποτελεω
ἀποτελέω
ἀπο-τελέω
; 1) оканчивать, завершать, довершать
ex. (τι Her.; τὸ τεῖχος Xen.; χῶμα ἐν πένθ΄ ἡμέραις ἀποτελούμενον Plat.; μάχη ἀπετελέσθη Polyb.)
ἀποτετελεσμένος Xen., Arst. — законченный, совершенный;
ἀποτελεσθῆναι πρός τι Luc. — достигнуть совершенства в чем-л.
; 2) создавать, образовывать ex. (γωνίας στερεάς Plat.); делать
ex. (ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat.)
; 3) вызывать, причинять
ex. (νοσήματα Plat.)
; 4) pass. возникать
ex. (ἔκ τινος Arst.)
; 5) совершать, справлять
ex. (τῷ θεῷ τὰ πάτρια Her.; τελετάς τινας Plat.)
; 6) уплачивать, вносить
ex. (τὰ νομιζόμενα Xen.; ἀπαρχήν Plat.)
; 7) исполнять, удовлетворять
ex. (εὐχάς Her.; τὰς ἐπιθυμίας Plat.)
; 8) выполнять
ex. (τὰ καθήκοντα Xen.; τὰ προσταχθέντα Plat.)