Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πλεονεξια
πλεονεξία
πλεον-εξία
ион. πλεονεξίη ἡ
; 1) жадность, своекорыстие
ex. (πολυπραγμοσύνη καὴ π. Isocr.)
οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. — не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия;
πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. — предаваться стяжательству
; 2) превосходство, преимущество, преобладание
ex. (αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.)
; 3) выгода, польза, благо
ex. (αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.)
; 4) (пре)избыток, излишек
ex. (π. καὴ ἀκοσμία Plut.)
ἡ παρὰ φύσιν π. καὴ ἔνδειά τινος Plat. — противоестественный избыток или недостаток чего-л.
; 5) лог. хитрость, уловка
ex. αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι πλεονεξίαι Arst. — ловушки в вопросах (собеседника)