Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κρεμαστος
κρεμαστός
adj.=3 3
; 1) подвешенныи, висящий
ex. (ἀρτάνη Soph.; βρόχοι Eur.)
; 2) висячий
ex. κλινίδιον κρεμαστόν Plut. — подвесная койка;
σκεύη κρεμαστά Xen. — висячие веревочные снасти, т.е. канаты и паруса;
οἱ κρεμαστοὴ κῆποι Plut. — висячие сады
; 3) (тж. κ. αὐχένος Soph.) повесившийся
ex. κρεμαστέ γυνή Soph. = Ἰοκάστη