Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενσκηπτω
ἐνσκήπτω
ἐν-σκήπτω
; 1) метать, бросать
ex. (τὸ βέλος Her.)
; 2) насылать
ex. (νοῦσόν τινι Her.; μανίαν τινί Plut.)
; 3) падать, обрушиваться
ex. (λίθοι ἐς τὸ τέμενος ἐνέσκηψαν Her.; κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plut.)
ἐν οἷς ἂν ἐνσκήψῃ ἡ ἶρις Arst. — (место) по которому проходит радуга