Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταλογιζομαι
καταλογίζομαι
κατα-λογίζομαι
; 1) причислять, относить (к числу), считать (в числе)
ex. (ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους κ. Xen.)
; 2) приписывать, вменять
ex. (τὸ εὐεργέτημά τι πρός τινα Dem.)
κ. τι ἐν ἀρετῇ τινι Aeschin. — относить что-л. на счет чьей-л. добродетели
; 3) исчислять, сосчитывать, подсчитывать
ex. (τὸ αὑτῶν πλῆθος καὴ τοὺς περιοικοῦντας τὸν Πόντον Xen.)