Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταβαρεω
καταβαρέω
κατα-βαρέω
; 1) перегружать, отягощать, обременять
ex. (τινα NT.; Luc. - v. l. καταπονέω)
; 2) pass. быть удрученным, мучиться, страдать
ex. (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.)