Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραμενω
παραμένω
παρα-μένω, поэт. παρμένω
; 1) оставаться (οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Hom.):
παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν Arph. оставайся навсегда с нами;
παραμείνατέ μοι τοσοῦτον χρόνον Plat. побудьте со мной немного;
; 2) (стойко или упорно) держаться (μάχαις Pind.);
; 3) сохраняться, длиться (οὕτω μοι δοκεῖ ἡ ὑγίεια μᾶλλον παραμένειν Xen.):
ἡ ἀεὶ παραμένουσα (sc. φύσις) Eur. неотъемлемые природные качества;
; 4) оставаться в живых, выживать (τέκνα παραμείναντα Her.).