Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξοπταω
ἐξοπτάω
ἐξ-οπτάω
; 1) прожаривать, изжаривать
ex. (σάρκας πυρί Eur.; τὰ λαγῷα Arph.)
; 2) обжигать
ex. (τοὺς ἀμφορέας ἐν τῇ καμίνῳ Her.)
; 3) разжигать, растапливать
ex. (τέν κάμινον Her.)
; 4) перен. сжигать, опалять
ex. (ἀστραπή τις ὀμμάτων ἐξοπτᾷ δ΄ ἐμέ Soph.)