Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσεπιτιθημι
προσεπιτίθημι
προσ-επιτίθημι
(τῐ) (fut. προσεπιθήσω, aor. προσεπέθηκα)
; 1) накладывать, накрывать
ex. (ἄκρου προσεπιτεθέντος γίνεται οἷον πῶμα Arst.)
; 2) налагать
ex. (δίκην τισὴ ὡς προδόταις Polyb.)
; 3) прибавлять, добавлять
ex. (λόγον τινά Arst.)