Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξασκεω
ἐξασκέω
ἐξ-ασκέω
; 1) тщательно обучать, упражнять
ex. (τινα Plat.; τέν δύναμιν δρόμοις Plut.)
ἐξησκημένος τι Xen. и περί τι Plut. — обученный чему-л.
; 2) приводить в порядок, убирать
ex. (πλόκαμον κόμης Eur.)
λουτροῖς τ΄ ἐσθῆτι τ΄ ἐ. τινα Soph. — обмывать и одевать кого-л.
; 3) украшать
ex. (πόλις τοσούτοις ἐξησκημένη καλοῖς Plut.)
μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον Luc. — великолепный памятник
; 4) снабжать, наделять, pass. иметь, обладать
ex. (ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῦσαι Eur.; εὐμόρφοις παισίν Luc.)
στόλοι τάχεσι νεῶν ἐξησκημένοι Plut. — флоты быстроходных кораблей
; 5) делать, совершать
ex. εἰς ἀπορίαν κατακλείουσαν ἐ. ἕξιν Plut. — ставить (собеседников) в тупик