Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαφαινω
διαφαίνω
δια-φαίνω
; 1) показывать, являть, обнаруживать
ex. (λευκότητα Arst.; καλὸν πρόσωπον Theocr.; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Polyb.; ἀλκέν καὴ φρόνημα Plut.)
ὥσπερ ἀστραπέ διαφαίνων Plut. — сверкающий как молния;
διά τινος δ. Xen. — просвечивать сквозь что-л.
; 2) ярко пылать
ex. (διέφαινε - v. l. διέφᾱνε πυρά Pind.)
; 3) (рас)светать
ex. (ἠὼς διέφαινε Her.)
τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb. — с рассветом
; 4) med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться
ex. (ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.)
ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. — там, где земля была свободна от трупов
; 5) med.-pass. просвечивать, быть прозрачным
ex. (τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μέ διαφαινόμενον μέλαν Arst.)
; 6) med.-pass. быть раскаленным
ex. (ὁ μόχλος διεφαίνετο Hom.)
; 7) med.-pass. отличаться, выделяться
ex. (δυνάμει Thuc.)