Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αλμυρος
ἁλμυρός
ἁλμῠρός
adj.=3 3
; 1) соленый
ex. (θαλάσσης ὕδωρ Hom.; πόντου βάθος Eur.; αἷμα Plat.; ὄψα Xen.)
ἁ. ποταμός Her. = Ἑλλήσποντος
; 2) перен. горький, неприятный
ex. (γειτόνημα Plat.; ἀκοή Plat., Plut.)
; 3) перен. пряный, пикантный
ex. (κάλλος γυναικός Plut.)