Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπροιξομαι
καταπροΐξομαι
κατα-προΐξομαι
атт. καταπροίξομαι <προῖκα> (только fut. и inf. aor. καταπροΐξασθαι) совершать безнаказанно, оставаться безнаказанным
ex. οὐκ, ἐμὲ λωβησάμενος, καταπροΐξεται Her. — изувечив меня, (Дарий) не избегнет (моей) мести;
οὔ τοι ἐμοῦ καταπροίξει! Arph. — (угроза) ты мне заплатишь (за это)!