Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαχυσις
διάχυσις
διά-χῠσις
-εως ἡ
; 1) разлив
ex. (τῆς ῥοῆς Plat.)
διάχυσιν λιμνώδη λαμβάνειν Plut. — разливаться в виде озера
; 2) развлечение, веселье
ex. (γέλωτα καὴ διάχυσιν παρέχειν τινί Plut.)
; 3) растворение
ex. (πῆξις καὴ δ. Arst.)