Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισιημι
εἰσίημι
εἰσ-ίημι
ион. и староатт. ἐσίημι (aor. 1 εἰσῆκα)
; 1) впускать ex. (τοὺς Πέρσας ἐς τὸ τεῖχος Her.); med. впускать к себе, пропускать
ex. (τοὺς πολεμίους Xen.)
; 2) вливать
ex. (τέν κεδρίην ἔς τι Her.)
ἐς τέν (λίμνην) ποταμοὴ δύο ἐσιεῖσι τὸ ὕδωρ Her. — в это озеро изливают свои воды две реки
; 3) med. устремлять
ex. (αὖλιν ἐσιέμεναι Hom.)