Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποψις
ἄποψις
ἄπ-οψις
-εως ἡ
; 1) вид, кругозор
ex. (πεδίον ἄπειρον ἐς ἄποψιν Hom.)
ἐκ τῆς ἀπόψεως ὁρᾶν τινα Polyb. — иметь в поле зрения, видеть издали кого-л.;
ἐν ἀπόψει γενέσθαι Anth. — оказаться на виду
; 2) вид, внешность
ex. (φρικώδη ἄποψιν ποιεῖν τοῖς θεωμένοις Arst.)
; 3) зрелище
ex. (καλὰς ἀπόψεις ἔχειν Plut.)
; 4) возвышение или вышка Plut.