Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απορριπτω
ἀπορρίπτω
ἀπο-ρρίπτω
поэт. ἀπορίπτω
; 1) отбрасывать, бросать прочь, сбрасывать
ex. (καλύπτρην τηλόσε Hom. - in tmesi; εἷμα Pind.; перен. μῆνιν Hom.)
; 2) изгонять
ex. (τινὰ ἐς δόμους δορυξένους Aesch.; γῆς Soph.; ἐκ θεῶν Xen.)
; 3) отвергать с презрением, отклонять
ex. (ἃ ἐπηγγελλόμην Soph.; ἄνδρες ἀπερριμένοι Dem., Plut. и ἀπορριφθέντες Plut.)
ἀπορριπτεσθαι ἐς τὸ μηδέν Her. — не ставиться ни во что
; 4) нечаянно высказывать, ронять
ex. (ἔπος Her., Pind.)
; 5) бросать в лицо, упрекать
ex. (τι ἔς τινα Her.)