Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απορρητος
ἀπόρρητος
ἀπό-ρρητος
adj.=2 2
; 1) запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.
ex. ἀπόρρητον μηδὲν ποιεῖσθαι Plat. — ничего не запрещать
; 2) не подлежащий огласке, тайный
ex. (ῥητὰ καὴ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.)
ἐν ἀπορρήτῳ (ἐν ἀπορρήτοις) Xen., Plat., Arst. и δι΄ ἀπορρήτων Plat. — в тайне
; 3) невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный
ex. (ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.)
τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα