Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαθημαι
ἐγκάθημαι
ἐγ-κάθημαι
(на или в чем-л.)
; 1) лежать, находиться
ex. (ἐν τοῖς τρίβωσιν Arph.)
ἐγκαθημένου ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν τοῦ παλαιοῦ φόβου Polyb. — так как в них таился прежний страх
; 2) сидеть
ex. (ῥάχις τοῦ ἵππου ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα Xen.)
; 3) сидеть в засаде Arph., Aeschin., Polyb.
; 4) вести осаду, осаждать Polyb.