Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ειδωλοποιεω
εἰδωλοποιέω
εἰδωλο-ποιέω
(тж. εἴδωλα εἰ. Plat.) создавать образы, изображать, воспроизводить ex. (τι Arst., Plut.); pass. быть изображаемым, изображаться
ex. (κατὰ τέν τοῦ χαρακτῆρος ὁμοιότητα Diod.)