Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσανατιθημι
προσανατίθημι
προσ-ανατίθημι
; 1) сверх того возлагать
ex. (τινί τι NT.)
προσαναθέσθαι τὸ καὴ τοῖς ἄλλοις πολίταις, ὧν δέονται, πορίζειν Xen. — взяться удовлетворить нужды и других граждан
; 2) сверх того доверять
ex. προσανατίθεσθαί τινι Luc., Diod., NT. — совещаться с кем-л., просить совета у кого-л.