Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διατασις
διάτασις
διά-τᾰσις
-εως ἡ
; 1) растяжение, расширение
ex. (ὁ οἰσοφάγος ἔχει διάτασιν εἰσιούσης τῆς τροφῆς Arst.)
; 2) напряжение, усилие
ex. (τῶν μερῶν Arst.; τῆς κεφαλῆς Plat.; κόποι καὴ διατάξεις Plut.)
; 3) возбужденное состояние
ex. (αἱ διατάσεις τῶν παίδων καὴ κλαυθμοί Arst.)