Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξικμαζω
ἐξικμάζω
ἐξ-ικμάζω
; 1) испускать влагу
ex. (ὑπὸ θερμότητος Arst.)
; 2) испарять ex. (τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arst.); pass. испаряться
ex. (ἐκ τῶν κατακαομένων Arst.)
; 3) высушивать
ex. (τι Arst.)
; 4) тж. med.-pass. высыхать, сохнуть
ex. (τῷ θέρει Plut.; τροφέ ἐξικμασμένη Plat., Arst.)
; 5) оплакивать
ex. (τι Eur.)