Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπεριεχω
ἐμπεριέχω
ἐμ-περιέχω
; 1) окружать ex. (τὸ μέσον Arst.); pass. быть окруженным
ex. (τοῖς συνεστῶσιν и ὑπό τινος Plut.) или находиться в середине (τὰ ἐμπεριεχόμενα ἄστρα Arst.)
; 2) (тж. ἐ. ἐν αὑτῷ Arst.) содержать или заключать в себе; pass. заключаться, перен. состоять
ex. (ἡ ἀσφάλεια ἐμπεριέχεται ἐν ταῖς ἀρεταῖς Polyb.)