Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συκοφαντια
συκοφαντία
σῡκο-φαντία
ἡ
; 1) действия сикофанта, донос Lys., Xen.
; 2) повод для доноса
ex. (συκοφαντίαν διδόναι τινί Dem.)
; 3) извращение, искажение
ex. τὸ συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν Dem. — извращение фактов
; 4) мошенничество Arst.