Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κεδαννυμι
κεδάννυμι
κεδάννῡμι
(aor. ἐκέδασσα, aor. pass. ἐκεδάσθην) эп. (= σκεδάννυμι)
; 1) рассеивать, разгонять
ex. (Ἀχαιούς, Τρώων φάλαγγας Hom.)
κεδασθέντες κατὰ νῆας Hom. — (ахейцы), разойдясь к своим кораблям;
κεδασθείσης ὑσμίνης Hom. — в рассыпном бою
; 2) разламывать, разбивать, сносить
ex. (γεφύρας Hom.)
; 3) накидывать
ex. (κρήδεμνον εἴς τινα κεδαννύμενον Anth.)