Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απολισθαινω
ἀπολισθαίνω
ἀπ-ολισθαίνω
атт. ἀπολισθάνω
; 1) выскальзывать, скользить
ex. (ἀ. καὴ οὐκ ἔχειν ἀντιλαβήν Thuc.)
; 2) соскальзывать, выскальзывать, сваливаться Arph., Arst.
; 3) ускользать, отделываться
ex. (τινός Plut.)
; 4) впадать, вовлекаться
ex. (εἰς τὰς τέρψεις Luc.)
; 5) быть косноязычным
ex. (τὸ Λ τοῖς ἀπολισθαίνουσι τοῦ Ρ ὑπόκειται Plut.)