Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικλειω
ἐπικλείω
ἐπι-κλείω
I.
<κλέος> восхвалять, прославлять, превозносить
ex. (τέν ἀοιδήν Hom.)
II.
тж. med. закрывать, запирать ex. (τι Arph.; med. τὰς θύρας Luc.); pass. закрываться (на шарнирах), смыкаться
ex. (τοῦ θώρακος πτέρυγες ἐπικλείονται Xen.)