Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραπήγνυμι
παραπήγνῡμι
παρα-πήγνῡμι
; 1) втыкать, вбивать (αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν Her.);
; 2) внедрять, внушать (τὰς ὑποθήκας τοῖς νέοις Plut.);
; 3) (pf. παραπέπηγα) быть воткнутым (παρὰ δ᾽ ἔγχεα πέπηγεν Hom.);
; 4) (плотно) примыкать, быть тесно связанным (αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς Isocr.);
; 5) med. закреплять, фиксировать, отмечать, записывать (τὰ τοῦ κόσμου παθήματα Plat.).