Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαθοραω
ἐγκαθοράω
ἐγ-καθοράω
(fut. ἐγκατόψομαι, aor. 2 ἐγκατεῖδον)
; 1) вглядываться, всматриваться
ex. (τῷ προσώπῳ τινός Plat.)
; 2) замечать, узнавать
ex. (τι τῷ σχήματί τινος Plut.)
; 3) наблюдать
ex. (ἐ. καὴ διανοεῖσθαι Plat.)