Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικωμαζω
ἐπικωμάζω
ἐπι-κωμάζω
; 1) врываться шумной толпой, шумно вторгаться
ex. (ἐπί τινα Arph.; τινί Men.; εἰς τὰς ἂλλας πόλεις Plat.; ἐπὴ τέν οἰκίαν τινός Plut.)
; 2) pass. подвергаться оскорблениям
ex. (ἐ. καὴ παροινεῖσθαι Plut.)