Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βλασφημεω
βλασφημέω
βλασ-φημέω
; 1) хулить, злословить
ex. (περί τινος Isocr., Dem., κατά τινος Isocr., Arst., Plut., εἰς θεούς Plat., τι εἴς τινα Dem. и τινα Babr., NT.)
; 2) воссылать неразумные молитвы
ex. (βλασφημούντων ἀκούοντες οἱ θεοὴ οὐκ ἀποδέχονται τὰς θυσίας Plat.)
; 3) кощунствовать NT.