Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμποιεω
ἐμποιέω
ἐμ-ποιέω
; 1) вделывать, вставлять
ex. (πύλας ἐν πύργοις Hom.)
ἐ. ἴχνεσιν ἴχνη Xen. — идти по старым следам
; 2) (внутри чего-л.) устраивать
ex. (λάκκους ὕδατος ἐν τοῖς καπηλείοις Arph.; med. χοροὺς ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι Hes.)
; 3) производить, создавать
ex. (κίνησιν Arst.)
; 4) (ложно) присваивать, приписывать
ex. (χρησμόν τι ἐς τὰ Μουσαίου Her.)
; 5) причинять, вызывать
ex. (σκοτοδινίαν τινί Plat.): (χρόνου) διατριβέν ἐμποιῆσαι Thuc., Plut.; вызвать задержку; χρόνους ἐμποιῆσαί τινι Dem. затянуть (замедлить) что-л.
; 6) доставлять, возбуждать
ex. (ἀλγηδόνας καὴ ἡδονάς Plat.)
; 7) внушать
ex. (ἐπιθυμίαν τινὴ ἔς τινα Thuc.; μῖσος Plat.; τὰ μέτρα τινί Luc.; ὑποψίας κατ΄ ἀλλήλων Plut.; λήθην ἢ συνήθειάν τινος ἐμπεποιηκέναι τινι Dem.)
ἐμποιῆσαί τινι, ὡς πειστέον εἴη Κλεάρχῳ Xen. — внушить кому-л. послушание Клеарху