Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εδω
ἔδω
(fut. ἔδομαι, aor. 2 ἔφᾰγον, pf. ἐδήδοκα, pf. 2 ἔδηδα)
; 1) есть
ex. (ὄψα Hom.: θερμέν δαῖτα Eur.; ἀρούρης καρπόν Luc., Plut.)
ὅσα ἐκπέποται καὴ ἐδήδοται Hom. — все выпитое и съеденное
; 2) поедать, пожирать
ex. (εὐλαὴ ἔδονταί τινα Hom.)
; 3) проедать, расточать
ex. (οἶκον Hom.; βίοτον Plut.)
; 4) разъедать, снедать, терзать, мучить
ex. (καμάτῳ τε καὴ ἄλγεσι θυμόν, med. καρδίην Hom.)